ἀπομανθάνω

Revision as of 19:27, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_1)

English (LSJ)

   A unlearn, ταῦτα ἃ πρὸ τοῦ ᾤμην εἰδέναι Pl.Phd.96c, cf. Prt.342d, X.Cyr.4.3.14, Antisth. ap. D.L.6.7: c. inf., Plu.Lyc.11.

German (Pape)

[Seite 314] (s. μανθάνω), verlernen, Plat. Prot. 842 d; Xen. Cyr. 4, 3, 14 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπομανθάνω: μέλλ. -μᾰθήσομαι, ἐπιλανθάνομαι, λησμονῶ ἃ ἔμαθον, Λατ. dediscere, ὥστε ἀπέμαθον καὶ ταῦτα ἃ πρὸ τοῦ ᾤμην εἰδέναι Πλάτ. Φαίδων 96C, πρβλ. Πρωτ. 342D, Ξεν. Κύρ. 4. 3, 14, μετ’ ἀπαρ., Πλουτ. Λυκοῦργ. 11.

French (Bailly abrégé)

désapprendre.
Étymologie: ἀπό, μανθάνω.