ἀπομανθάνω
English (LSJ)
unlearn, ταῦτα ἃ πρὸ τοῦ ᾤμην εἰδέναι Pl.Phd. 96c, cf. Prt.342d, X.Cyr.4.3.14, Antisth. ap. D.L.6.7: c. inf., Plu.Lyc.11.
Spanish (DGE)
1 olvidar, desaprender ὥστε ἀπέμαθον καὶ ταῦτα ἃ πρὸ τοῦ ᾤμην εἰδέναι Pl.Phd.96c, ἃ αὐτοὶ διδάσκουσιν Pl.Prt.342d, οὐδὲν γὰρ τῶν πεζικῶν ἀπομαθησόμεθα ἱππεύειν μανθάνοντες X.Cyr.4.3.14, cf. Antisth.87, Plu.Lyc.11, Luc.Merc.Cond.39, Pisc.20, Gall.28, Ath.Al.M.26.208A, Gr.Thaum.Pan.Or.15.10, Nil.M.79.949A.
2 aprender completamente τὰ ἐκ τῆς συνηθείας ἀπομαθόντα Basil.M.31.949B, cf. Chrys.M.62.362.
German (Pape)
[Seite 314] (s. μανθάνω), verlernen, Plat. Prot. 842 d; Xen. Cyr. 4, 3, 14 u. Sp.
French (Bailly abrégé)
désapprendre.
Étymologie: ἀπό, μανθάνω.
Russian (Dvoretsky)
ἀπομανθάνω: разучиваться, отучиваться, забывать, отвыкать (τι Xen., Plat. и ποιεῖν τι Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀπομανθάνω: μέλλ. -μᾰθήσομαι, ἐπιλανθάνομαι, λησμονῶ ἃ ἔμαθον, Λατ. dediscere, ὥστε ἀπέμαθον καὶ ταῦτα ἃ πρὸ τοῦ ᾤμην εἰδέναι Πλάτ. Φαίδων 96C, πρβλ. Πρωτ. 342D, Ξεν. Κύρ. 4. 3, 14, μετ’ ἀπαρ., Πλουτ. Λυκοῦργ. 11.
Greek Monolingual
(AM ἀπομανθάνω, Μ κ. απομαθαίνω)
λησμονώ κάτι
μσν.- νεοελλ.
κάνω κάποιον να ξεχάσει κάτι
νεοελλ.
μαθαίνω πολύ καλά.
Greek Monotonic
ἀπομανθάνω: μέλ. -μᾰθήσομαι, ξεχνώ όσα έχω μάθει, ξεμαθαίνω, Λατ. dediscere, σε Πλάτ., Ξεν.
Middle Liddell
to unlearn, Lat. dediscere, Plat., Xen.