ποσίνδα

Revision as of 19:27, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_4)

English (LSJ)

Adv., (πόσος)

   A how many times? π. παίζειν, = ἀρτιάζειν, play morra, X.Eq.Mag.5.10.

Greek (Liddell-Scott)

ποσίνδα: Ἐπίρρ. (πόσος) ποσάκις; π. παίζειν = ἀρτιάζειν, Λατ. ludere par impar, παιδιὰ καθ’ ἣν ὁ μὲν ἐκτείνει ταχέως δακτύλους τινὰς τῆς ἑαυτοῦ χειρὸς κεκλεισμένης οὔσης, ὁ δὲ ἕτερος ὀφείλει νὰ εἴπῃ ἀμέσως τὸ πόσοι εἶναι οἱ ἐκτεινόμενοι δάκτυλοι, Ξεν. Ἱππαρχ. 5. 10, ἐκ διορθώσεως τοῦ L. Dind. ἐκ τῶν Θεογνώστου Καν. 164· πρβλ. βασιλίνδα.

French (Bailly abrégé)

adv.
(jouer) à combien (de fèves on a dans la main).
Étymologie: πόσος, -ινδα.