[ῑ], ον,
A ever-revolving, ἄτρακτος, σφαῖρα, AP6.289 (Leon.), Nonn.D.6.87.
ἀειδίνητος: [ῖ], -ον, ὁ ἀεὶ περιστρεφόμενος, Ἀνθ. Π. 6. 289.
ος, ον :qui tourne toujours.Étymologie: ἀεί, δινέω.