κατάφαρκτος
English (LSJ)
ον,
A = κατάφρακτος (q.v.).
Greek (Liddell-Scott)
κατάφαρκτος: -ον, = κατάφρακτος, ὃ ἴδε.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
enfermé dans.
Étymologie: = κατάφρακτος de κατά, φράγνυμι.
ον,
A = κατάφρακτος (q.v.).
κατάφαρκτος: -ον, = κατάφρακτος, ὃ ἴδε.
ος, ον :
enfermé dans.
Étymologie: = κατάφρακτος de κατά, φράγνυμι.