ἀνθηδών

Revision as of 19:28, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_1)

English (LSJ)

όνος, ἡ,

   A the flowery one, i.e. the bee, Damocr. ap. Gal.14.91, Ael.NA15.1, EM108.43.    II eastern thorn, Crataegus orientalis, Thphr.HP3.12.5:—hence ἀνθηδονοειδής, ές, as epith. of Crataegus monogyna, hawthorn, ibid.

German (Pape)

[Seite 232] όνος, ἡ, die Blumenesserin (nach der gew. Abltg von ἄνθοσἔδω, wogegen Passow es fälschlich mit αλγηδών. αηδών zusammenstellt); die Biene, E. M. scheint mit ἀνθ ρηδών verwechselt, Ael. H. A. 15, 1.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνθηδών: -όνος, ἡ, (ἀνθέω) ἡ ἀνθώδης, δηλ. ἡ μέλισσα, Αἰλ. π. Ζ. 15. 1. ΙΙ. εἶδος μεσπίλης, «μουσμουλιᾶς», Θεοφρ. Ἱστορ. Φυτ. 3. 12, 5. - Ἐντεῦθεν ἀνθηδονοειδής, ές, ὡς ἐπιθ. ἑτέρου εἴδους, αὐτόθι. (Περὶ τοῦ σχηματισμοῦ πρβλ. ἀλγηδών, ἀηδών, κηληδών).

French (Bailly abrégé)

όνος (ἡ) :
abeille, insecte.
Étymologie: ἄνθος.