ἀνθηδών
φιλοκαλοῦμέν τε γὰρ μετ' εὐτελείας καὶ φιλοσοφοῦμεν ἄνευ μαλακίας → our love of what is beautiful does not lead to extravagance; our love of the things of the mind does not makes us soft
English (LSJ)
-όνος, ἡ,
A the flowery one, i.e. the bee, Damocr. ap. Gal.14.91, Ael.NA15.1, EM108.43.
II eastern thorn, Crataegus orientalis, Thphr. HP 3.12.5:—hence ἀνθηδονοειδής, ές, as epithet of Crataegus monogyna, hawthorn, ibid.
Spanish (DGE)
-όνος, ἡ
1 bot. una especie de espino, Crataegus orientalis Pall. o Crataegus tanacetifolia Pers., Thphr.HP 3.12.5, Plin.HN 15.84.
2 la que come de las flores, la abeja Damocr. en Gal.14.91, Ael.NA 15.1, EM 108.43G.
German (Pape)
[Seite 232] όνος, ἡ, die Blumenesserin (nach der gew. Abltg von ἄνθοσἔδω, wogegen Passow es fälschlich mit αλγηδών. αηδών zusammenstellt); die Biene, E. M. scheint mit ἀνθ ρηδών verwechselt, Ael. H. A. 15, 1.
French (Bailly abrégé)
όνος (ἡ) :
abeille, insecte.
Étymologie: ἄνθος.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνθηδών: -όνος, ἡ, (ἀνθέω) ἡ ἀνθώδης, δηλ. ἡ μέλισσα, Αἰλ. π. Ζ. 15. 1. ΙΙ. εἶδος μεσπίλης, «μουσμουλιᾶς», Θεοφρ. Ἱστορ. Φυτ. 3. 12, 5. - Ἐντεῦθεν ἀνθηδονοειδής, ές, ὡς ἐπιθ. ἑτέρου εἴδους, αὐτόθι. (Περὶ τοῦ σχηματισμοῦ πρβλ. ἀλγηδών, ἀηδών, κηληδών).