ποσάκις
English (LSJ)
[ᾰ], Adv.
A how many times? how often? Pl.Ep.353d; poet. ποσσάκι Call.Dian.119. II Indef., so many times, οἱ π. ποσοὶ [ἀριθμοί], i.e. square numbers, and οἱ π. π. ποσοί cubes, Arist.Metaph. 1020b5.
German (Pape)
[Seite 687] adv., wie viel mal? Plat. Ep. VIII, 353 d; Luc. Tim. 4; ποσσάκι, Callim. Dian. 119.
Greek (Liddell-Scott)
ποσάκις: [ᾰ], Ἐπίρρ., ὡς καὶ νῦν, πόσας φοράς; Λατιν. quoties? Πλάτ. Ἐπιστ. 353D· ποιητ. ποσσάκι, Καλλ. εἰς Ἄρτ. 119. ΙΙ. τοσάκις, οἱ ποσάκις ποσοὶ [ἀριθμοί], δηλ. τετράγωνοι ἀριθμοί, καὶ οἱ ποσάκις ποσάκις ποσοί, δηλ. κύβοι, Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 4. 14, 2.
French (Bailly abrégé)
adv.
combien de fois ? ; οἱ ποσάκις πόσοι ἀριθμοί les nombres carrés ; οἱ ποσάκις ποσάκις πόσοι ἀριθμοί les nombres cubes.
Étymologie: πόσος, -ακις.