seul. ao.2 Act. ἔκταν, -ας, -α, -αμεν, 2ᵉ pl. inus., 3ᵉ pl. ἔκταν ; sbj. 1ᵉ pl. ion. κτέωμεν, inf. κτάμεναι, part. κτάς, Moy. ao.2 ἐκτάμην > inf. κτάσθαι, part. κτάμενος;c. κτείνω.