κτάς

From LSJ

οὐδ' ἄμμε διακρινέει φιλότητος ἄλλο, πάρος θάνατόν γε μεμορμένον ἀμφικαλύψαι → nor will anything else divide us from our love before the fate of death enshrouds us (Apollonius of Rhodes, Argonautica 3.1129f.)

Source

French (Bailly abrégé)

κτᾶσα, κτάν;
part. ao. de κτῆμι.

Russian (Dvoretsky)

κτάς: κτᾶσα, κτάν part. aor. к κτείνω или *κτῆμι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κτάς -ᾶσα -άν ptc. aor. van κτείνω.