περιπλόμενος

Revision as of 19:29, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_4)

English (LSJ)

   A v. περιπέλομαι.

Greek (Liddell-Scott)

περιπλόμενος: ἴδε περιπέλομαι.

French (Bailly abrégé)

η, ον :
part. ao.2 sync. de περιπέλομαι.