ἡγήτωρ

Revision as of 19:29, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_2)

English (LSJ)

(Dor. ἁγ- Ibyc.Oxy.2081 (

   A f) Fr.4), ορος, ὁ, leader, commander, chief, Τρώων, φυλάκων, Il.3.153, 10.181; ἡγήτορες ἠδὲ μέδοντες chiefs in war and leaders in council, 2.79, etc.; ἡ. ὀνείρων, of Hermes, h.Merc. 14.    II title of chief priest of Aphrodite in Cyprus, BMus.Inscr. 975.10 (Amathus), cf. Hsch. s.v. ἀγήτωρ.

German (Pape)

[Seite 1152] ορος, ὁ, = ἡγητήρ, Anführer, Heerführer; Τρώων Il. 3, 153; φυλάκων 10, 181; Πυλίων ἡγήτορες ἄνδρες 11, 687; oft ἡγήτορες ἠδὲ μέδοντες verb., die Ersten im Felde u. im Rathe. Auch bei K. S., ἡγήτορες ἐκκλησιῶν, Bischöfe.

Greek (Liddell-Scott)

ἡγήτωρ: -ορος, ὁ, ἀρχηγός, ἄρχων, διοικητής, Τρώων, φυλάκων Ἰλ. Γ. 153, Κ. 181· ἡγήτορες ἠδὲ μέδοντες, ἀρχηγοὶ ἐν πολέμῳ καὶ πρῶτοι ἐν βουλῇ, Β. 79, κτλ.· ἡγ. ὀνείρων, ἐπὶ τοῦ Ἑρμοῦ, Ὕμν. Ὅμ. εἰς Ἑρμ. 14.

French (Bailly abrégé)

ορος (ὁ) :
chef, qui préside à, gén..
Étymologie: ἡγέομαι.