κατεφίσταμαι

Revision as of 19:29, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_3)

English (LSJ)

   A rise up against, in aor.Act., κατεπέστησαν τῷ Παύλῳ Act.Ap.18.12.

Greek (Liddell-Scott)

κατεφίσταμαι: μέσ. μετ’ ἀορ. β΄ κατεπέστην, ἐγείρομαι ἐναντίον τινός, Πράξ. Ἀποστ. ιη΄, 12.

French (Bailly abrégé)

se soulever contre, τινι.
Étymologie: κατά, ἐφίσταμαι.