A rise up against, in aor.Act., κατεπέστησαν τῷ Παύλῳ Act.Ap.18.12.
κατεφίσταμαι: μέσ. μετ’ ἀορ. β΄ κατεπέστην, ἐγείρομαι ἐναντίον τινός, Πράξ. Ἀποστ. ιη΄, 12.
se soulever contre, τινι.Étymologie: κατά, ἐφίσταμαι.