κατεφίσταμαι

English (LSJ)

rise up against, in aor.Act., κατεπέστησαν τῷ Παύλῳ Act.Ap.18.12.

French (Bailly abrégé)

se soulever contre, τινι.
Étymologie: κατά, ἐφίσταμαι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατ-εφίσταμαι in opstand komen:. κατεπέστησαν ὁμοθυμαδὸν οἱ Ιουδαῖοι τῷ Παύλῳ eensgezind keerden de Joden zich tegen Paulus NT Act. Ap. 18.12.

Russian (Dvoretsky)

κατεφίσταμαι: (aor. 2 κατεπέστην) восставать, нападать (τινι NT).

Greek (Liddell-Scott)

κατεφίσταμαι: μέσ. μετ’ ἀορ. β΄ κατεπέστην, ἐγείρομαι ἐναντίον τινός, Πράξ. Ἀποστ. ιη΄, 12.

Greek Monolingual

κατεφίσταμαι (Α)
εξεγείρομαι εναντίον κάποιου («κατεπέστησαν... οἱ Ἰουδαῖοι τῷ Παύλῳ», ΚΔ).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ἐφίσταμαι «επέρχομαι, αντίκειμαι»].

Greek Monotonic

κατεφίσταμαι: Παθ., με Ενεργ. αορ. βʹ, σηκώνομαι εναντίον κάποιου, σε Καινή Διαθήκη

Middle Liddell

Pass., with aor2 act. to rise up against, NTest.

Chinese

原文音譯:katef⋯sthmi 卡特-誒弗-衣士帖米
詞類次數:動詞(1)
原文字根:向下-在上-站
字義溯源:起來攻擊,攻擊,急進攻擊;由(κατά / καθεῖς / καθημέραν / κατακύπτω)*=下,按照)與(ἐφίστημι)=在側)組成;而 (ἐφίστημι)又由(ἐπί)*=在⋯上)與(ἵστημι)*=站)組成
出現次數:總共(1);徒(1)
譯字彙編
1) 攻擊(1) 徒18:12