μυριάρχης
English (LSJ)
ου, ὁ,
A commander of 10,000 men, Hdt.7.81.
German (Pape)
[Seite 219] ὁ, = Folgdm, Her. 7, 81.
Greek (Liddell-Scott)
μῡριάρχης: -ου, ὁ, ἀρχηγὸς δεκακισχιλίων ἀνδρῶν, Ἡρόδ. 7. 81· οὕτω καὶ μῡρίαρχος, ον, ὁ Ξεν. Κύρ. 3. 3, 11, κτλ.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
commandant de 10 000 hommes.
Étymologie: μυρίοι, ἄρχω.