μυριάρχης

From LSJ

Ἢ μὴ γάμει τὸ σύνολον ἢ γαμῶν κράτει → Aut caelebs vive aut dominus uxori tuae → Bleib ledig oder herrsche über deine Frau

Menander, Monostichoi, 215
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μῡρῐάρχης Medium diacritics: μυριάρχης Low diacritics: μυριάρχης Capitals: ΜΥΡΙΑΡΧΗΣ
Transliteration A: myriárchēs Transliteration B: myriarchēs Transliteration C: myriarchis Beta Code: muria/rxhs

English (LSJ)

μυριάρχου, ὁ, commander of 10,000 men, Hdt.7.81.

German (Pape)

[Seite 219] ὁ, = Folgdm, Her. 7, 81.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
commandant de 10 000 hommes.
Étymologie: μυρίοι, ἄρχω.

Russian (Dvoretsky)

μῡριάρχης: ου ὁ Her. = μυρίαρχος.

Greek (Liddell-Scott)

μῡριάρχης: -ου, ὁ, ἀρχηγὸς δεκακισχιλίων ἀνδρῶν, Ἡρόδ. 7. 81· οὕτω καὶ μῡρίαρχος, ον, ὁ Ξεν. Κύρ. 3. 3, 11, κτλ.

Greek Monolingual

μυριάρχης, ὁ (Α)
αυτός που διευθύνει δέκα χιλιάδες άνδρες, που είναι αρχηγός δέκα χιλιάδων ανδρών («χιλιάρχας τε καὶ μυριάρχας ἀποδέξαντες», Ηρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μυρι(ο)- + -άρχης (< ἄρχω), πρβλ. ταξιάρχης].

Greek Monotonic

μῡριάρχης: -ου, ὁ, αρχηγός 10.000 ανδρών, σε Ηρόδ.· ομοίως, μῡρί-αρχος, -ου, , σε Ξεν.

Middle Liddell

μῡρι-άρχης, ου, ὁ,
commander of 10, 000 men, Hdt.: so μῡρί-αρχος, ου, Xen.