τλησικάρδιος

Revision as of 19:30, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_5)

English (LSJ)

ον,

   A hard-hearted, A.Pr.160 (lyr.).    II enduring, <ἀ>πένθεια (v. Addenda) τ. Id.Ag.430 (lyr.; τηξικάρδιος Auratus from Sch., τὴν καρδίαν τήκουσα). Cf. ταλακάρδιος.

German (Pape)

[Seite 1123] = ταλακάρδιος; Aesch. Prom. 159; πένθεια, Ag. 430.

Greek (Liddell-Scott)

τλησῐκάρδιος: -ον, ὁ τὴν καρδίαν ἰσχυρός, Αἰσχύλ. Πρ. 159. - Ἐπίρρ. -ως, Γρηγ. Ναζ. τ. 2, σ. 272, παρὰ Τζέτζ. Ἐξ. Ἰλ. 148 τληκαρδίως. ΙΙ. ἄθλιος, ἐλεεινός, πένθεια τλ. (ἔνθα ὁ Σχολ. θὰ εἶχεν ἀναγνώσῃ τηξικάρδιος) Αἰσχύλ. Ἀγ. 430. Πρβλ. ταλακάρδιος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
au cœur patient, courageux.
Étymologie: τλάω, καρδία.