καταφάνεια

Revision as of 19:31, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_3)

English (LSJ)

[ᾰν], ἡ,

   A clearness, κ. καὶ γαλήνη Plu.2.914f.    II manifestness, κ. ποιεῖν ἐν τοῖς λόγοις ib.715f.

Greek (Liddell-Scott)

καταφάνεια: ἡ, τὸ καθαρῶς φαίνεσθαι, ἐνάργεια, διαφάνεια, διαύγεια, Πλούτ. 2. 914F· διαύγειαν καὶ κ. ταῖς ὄψεσι διδόντες 915F·- σαφήνεια, τὸ κατάδηλον ἤθους καὶ πάθους, κ. ποιεῖν ἐν τοῖς λόγοις, = πᾶν ἦθος καταφανὲς ποιεῖν ὁ αὐτ. 715F.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
clarté, transparence.
Étymologie: καταφανής.