καταφάνεια
εἰ μὴ ἦλθον καὶ ἐλάλησα αὐτοῖς, ἁμαρτίαν οὐκ εἶχον → if I had not come and spoken to them, they would not be guilty of sin
English (LSJ)
[ᾰν], ἡ,
A clearness, κ. καὶ γαλήνη Plu.2.914f.
II manifestness, κ. ποιεῖν ἐν τοῖς λόγοις ib.715f.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
clarté, transparence.
Étymologie: καταφανής.
German (Pape)
ἡ, Durchsichtigkeit, Plut. qu.nat. 12; Deutlichkeit, παντὸς ἤθους ποιεῖ καταφάνειαν ἐν τοῖς λόγοις, = ἦθος καταφανὲς ποιεῖ, Symp. 7.10.2.
Russian (Dvoretsky)
καταφάνεια: (φᾰ) ἡ ясность, прозрачность Plut.
Greek (Liddell-Scott)
καταφάνεια: ἡ, τὸ καθαρῶς φαίνεσθαι, ἐνάργεια, διαφάνεια, διαύγεια, Πλούτ. 2. 914F· διαύγειαν καὶ κ. ταῖς ὄψεσι διδόντες 915F·- σαφήνεια, τὸ κατάδηλον ἤθους καὶ πάθους, κ. ποιεῖν ἐν τοῖς λόγοις, = πᾶν ἦθος καταφανὲς ποιεῖν ὁ αὐτ. 715F.
Greek Monolingual
καταφάνεια, ἡ (Α) καταφανής
1. καθαρότητα, διαφάνεια
2. σαφήνεια, ενάργεια.