βόλομαι
English (LSJ)
Ep., Ion. (IG12(9).189.31 (Eretria, iv B. C.)), Arc. (ib.5 (2).3.9 (Tegea, iv B. C.)),
A = βούλομαι, Τρωσὶν δὴ βόλεται δοῦναι κράτος Il.11.319; εἰ . . βόλεσθε αὐτόν τε ζώειν κτλ. Od.16.387; νῦν δ' ἑτέρως ἐβόλοντο θεοί (vulg. ἐβάλοντο) 1.234, cf. A.R.1.262; εἴ τι βόλεστε (2pl.) SIG1259.5 (iv B. C.).
German (Pape)
[Seite 452] poet. = βούλομαι; βόλεται Il. 11, 319: βόλεσθε Od. 16, 387; ἐβόλοντο Od. 1, 234. Vgl. Scholl. Aristonic. Iliad. 11, 319 ἡ διπλῆ, ὅτι βόλεται ἀντὶ τοῦ βούλεται.
Greek (Liddell-Scott)
βόλομαι: βούλομαι, Τρωσὶν δὴ βόλεται δοῦναι κράτος Ἰλ. Λ. 319· εἰ . . .βόλεσθε αὐτόν τε ζώειν Ὀδ. Π. 387· νῦν δ’ ἑτέρως ἐβόλοντο θεοί (κοινῶς ἐβάλοντο), Α. 234· ὡσαύτως παρατ. ἐβολλόμαν Θεόκρ. 28. 15. Ἴδε Βουττμ. Λεξιλ. ἐν λ. βούλομαι 8.
French (Bailly abrégé)
poét. c. βούλομαι.