A break out into wailing, A.Ag.1074, E.Hel.371 (lyr.).
ἀνοτοτύζω: θρηνολογῶν ἀναβοῶ ὀτοτοῖ, τί ταῦτ’ ἀνωτότυξας ἀμφὶ Λοξίου; Αἰσχύλ. Ἀγ. 1074, κἀνωτότυξεν Εὐρ. Ἑλ. 371.
ao. ἀνωτότυξα;éclater en sanglots.Étymologie: ἀνά, ὀτοτύζω.