ἀνοτοτύζω
From LSJ
Ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → But for extreme illnesses, extreme remedies, applied with severe exactitude, are the best (Hippocrates, Aphorism 6)
English (LSJ)
break out into wailing, A.Ag.1074, E.Hel.371 (lyr.).
French (Bailly abrégé)
ao. ἀνωτότυξα;
éclater en sanglots.
Étymologie: ἀνά, ὀτοτύζω.
German (Pape)
aufjammern, aor. I., ταῦτα ἀμφὶ Λοξίου Aesch. Ag. 1044; vgl. Eur. Hel. 376.
Russian (Dvoretsky)
ἀνοτοτύζω: разражаться рыданиями Aesch., Eur.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνοτοτύζω: θρηνολογῶν ἀναβοῶ ὀτοτοῖ, τί ταῦτ’ ἀνωτότυξας ἀμφὶ Λοξίου; Αἰσχύλ. Ἀγ. 1074, κἀνωτότυξεν Εὐρ. Ἑλ. 371.
Greek Monolingual
ἀνοτοτύζω (Α)
θρηνολογώντας φωνάζω «ὀτοτοῑ», ξεσπώ σε θρήνους, θρηνολογώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αν(α)- + οτοτύζω «φωνάζω ὀτοτοῖ, θρηνολογώ»].
Greek Monotonic
ἀνοτοτύζω: μέλ. -ξω, ξεσπώ σε θρήνο, σε Αισχύλ., Ευρ.