ἀπευθύνω
English (LSJ)
fut. ἀπευθ-ῠνῶ S. Ichn.169:—
A make straight, restore, πάντα ὀρθὰ ἀ. Pl.Ti.71d; χέπας δεσμοῖς ἀ. bind his arms straight, i.e. behind him, S.Aj.72: metaph., ἀπευθύνεται τὸ ὑποκλάζον τοῦ πυρετοῦ Paul.Aeg.2.47. b in military drill, dress, λόχον Ascl.Tact.12.11, etc. 2 guide aright, direct, δεῦρ' ἀ. μολεῖν A.Ag.1667; ἀ. βροτῶν τοὺς ἀγνωμοσύναν τιμῶντας corrects, chastises them, E.Ba.884(lyr.); ἐκ πρύμνης ἀ. to steer, Pl.Criti. 109c; πλήκτροις ἀ. τρόπιν S.Fr.143, cf.Ichn.l.c.; ἀ. πόλιν gouern, rule, Id.OT104; ἀ.τὰκοινά Aeschin.3.158; κλήρῳ ἀ. [τὴνἰσότητα] regulate, Pl.Lg.757b, cf. Flt.282e; ἀ. τι πρίς τι to adjust, Arr.Epict.4.12.16, cf. Luc.Im.12; ταῖς συλλαβαῖς ἀ. τοὺς χπόνους D.H.Comp.11. II τὸ ἀπευθυσμένον (sc. ἔντερον) intestinum rectum, Dsc.1.99, Heliod. ap. Orib.44.23.55, Gal.2.573, etc.
German (Pape)
[Seite 289] 1) wieder gerade machen, μαχαίρας καμπτομένας Pol. 2, 33; übertr., χέρας δεσμοῖς, mit Fesseln zurückdrehen, fesseln, Soph. Ai. 72; wieder aufrichten, herstellen, τοὺς Ῥωμαίων χρόνους πρὸς τοὺς Ἑλληνικούς, die römische Zeitrechnung nach der griechischen einrichten, Dion. Hal. 1, 87. – 2) lenken, Ὀρέστην δεῦρο μολεῖν Aesch. Ag. 1652; πόλιν Soph. O. R. 104; oft Prosa, ἐκ πρύμνης Plat Critia 109 c.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπευθύνω: ποιῶ τι εὐθὺ πάλιν «ἰσάζω», πάντα ὀρθὰ… ἀπευθύνουσα Πλάτ. Τίμ. 71D· ἀπευθῦναι τῷ ποδὶ τὰς καμπτομένας μαχαίρας Πολύβ. 2. 33, 3· καὶ μετ’ ἄλλης σημασ., σὲ τὸν τὰς… χέρας δεσμοῖς ἀπευθύνοντα, δένοντα ὀπίσω (πρβλ. παρευθύνω), Σοφ. Αἴ. 72. 2) ὁδηγῶ ὀρθῶς, διευθύνω, δεῦρ’ ἀπ. μολεῖν Αἰσχύλ. Ἀγ. 1667· ἀπευθύνει δὲ βροτῶν τούς τ’ ἀγνωμοσύναν τιμῶντας, διορθώνει, κολάζει, κοιν. «ἰσάζει», Εὐρ. Βάκχ. 884· ἐκ πρύμνης ἀπευθύνοντες οἷον οἴακι, διευθύνοντες, Πλάτ. Κριτί. 109C· οὕτω, πλήκτροις ἀπ. τρόπιν Σοφ. Ἀποσπ. 151· πρὶν σὲ τήνδ’ ἀπευθύνειν πόλιν, πρὶν σὺ γείνῃς κυβερνήτης ταύτης τῆς πόλεως (ἴδε σημ. Jebb ἐν τόπῳ), ὁ αὐτ. Ο. Τ. 104· ἀπ. τὰ κοινὰ Αἰσχίν. 76. 13· κλήρῳ ἀπευθύνων εἰς τὰς διανομὰς αὐτὴν [τὴν ἰσότητα], ἐπανορθῶν, ἀποκαθιστῶν αὐτήν, Πλάτ. Νόμ. 757Β, πρβλ. Πολιτικ. 282Ε· ἀπ. τι πρός τι, προσαρμόζω, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 4. 12, 6, πρβλ. Λουκ. Εἰκ. 12: ταῖς συλλαβαῖς ἀπ. τοὺς χρόνους Διον. Ἁλ. περὶ Συνθ. 11. ΙΙ. τὸ ἀπευθυσμένον (ἐνν. ἔντερον), Λατ. intestinum rectum, Γαλην. 2. 573 κτλ.
French (Bailly abrégé)
1 redresser;
2 placer ou maintenir droit : χέρας δεσμοῖς ἀπ. SOPH lier les mains droit, càd derrière le dos ; fig. diriger (un État, les affaires).
Étymologie: ἀπό, εὐθύνω.