ἀνατειχίζω
English (LSJ)
A rebuild, τείχη X.HG4.4.18:—in Med., build up, τὸ ταπεινότατον J.BJ5.5.1.
German (Pape)
[Seite 210] die Mauern ausbessern, oder wieder aufbauen, Xen. Hell. 4, 4, 18.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνατειχίζω: ἀνοικοδομῶ τεῖχος, ἀνατειχίσαι .. τὰ τείχη Ξεν. Ἑλλ. 4. 4, 18· ἐκ νέου περιτειχίζω, Κύριλλ.