ἀνατειχίζω
εἰ μὴ ἦλθον καὶ ἐλάλησα αὐτοῖς, ἁμαρτίαν οὐκ εἶχον → if I had not come and spoken to them, they would not be guilty of sin
English (LSJ)
rebuild, τείχη X.HG4.4.18:—in Med., build up, τὸ ταπεινότατον J.BJ5.5.1.
Spanish (DGE)
1 reconstruir, reforzar τείχη X.HG 4.4.18
•fig. fortificar, reforzar τὸν εὐσεβῆ Cyr.Al.M.70.545A, cf. 71.397B.
2 en v. med. construir, levantar τὸ ταπεινότατον ἀπὸ τριακοσίων ἀνετειχίσαντο πηχῶν construyeron los cimientos desde una profundidad de 300 codos I.BI 5.188.
German (Pape)
[Seite 210] die Mauern ausbessern, oder wieder aufbauen, Xen. Hell. 4, 4, 18.
French (Bailly abrégé)
relever des murs.
Étymologie: ἀνά, τειχίζω.
Russian (Dvoretsky)
ἀνατειχίζω: восстанавливать, отстраивать (τὰ διῃρημένα τείχη Xen.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀνατειχίζω: ἀνοικοδομῶ τεῖχος, ἀνατειχίσαι .. τὰ τείχη Ξεν. Ἑλλ. 4. 4, 18· ἐκ νέου περιτειχίζω, Κύριλλ.
Greek Monolingual
(Α ἀνατειχίζω)
ανοικοδομώ τείχος ή το επιδιορθώνω.
Greek Monotonic
ἀνατειχίζω: μέλ. Αττ. -ιῶ, ξαναχτίζω, ανοικοδομώ, σε Ξεν.
Translations
rebuild
Azerbaijani: bərpa etmək; Catalan: reconstruir; Chinese Mandarin: 重建, 再建, 改筑; Dutch: heropbouwen, wederopbouwen; Esperanto: rekonstrui; Finnish: jälleenrakentaa, rakentaa uudelleen; French: reconstruire; German: wiederaufbauen, umbauen; Greek: ξαναχτίζω, ανοικοδομώ; Ancient Greek: ἀνάγω, ἀναδομέω, ἀναδομῶ, ἀνακτίζω, ἀναπλάσσω, ἀναπλάττω, ἀνασκευάζω, ἀνατειχίζω, ἀνιστάναι, ἀνοικίζω, ἀνοικοδομεῖν, ἀνοικοδομέω, ἀνοικοδομῶ, ἀνορθοῦν, ἀνορθόω, ἀποικοδομέω, ἀποικοδομῶ, ἐξανακτίζω, ἐποικοδομέω, ἐποικοδομῶ, ὀρθόω; Indonesian: membangun ulang; Irish: atóg; Italian: ricostruire; Japanese: 建て直す, 再建する; Korean: 재건하다; Latin: restauro; Norman: r'bâti; Polish: odbudowywać, odbudować; Portuguese: reconstruir; Russian: перестраивать, перестроить; Spanish: reconstruir; Swedish: återuppbygga, rekonstruera; Vietnamese: xây lại, xây dựng lại