ονος, ὁ,
A stone-worker, AP7.380 (Crin.).
λᾱοτέκτων: -ονος, ὁ, ἐργάτης λίθων, Ἀνθ. Π. 7. 380.
ονος (ὁ) :tailleur de pierres.Étymologie: λᾶας, τέκτων.