διδαχή
English (LSJ)
ἡ,
A teaching, Democr.33, Th.1.120, Pl.R.536d; ἐκ διδαχῆς λέγειν Hdt.3.134; δ. ποιεῖσθαι Th.4.126.—Poet. only late, Ps.-Phoc. 89. 2 military regulations or discipline, τοὐναντίον αὐτῶν τῆς στρατιωτικῆς δ. πεποιηκότων BGU140.16 (ii A. D.). II = διδασκαλία 11.2, IG14.2124.
German (Pape)
[Seite 615] ἡ, die Lehre, der Unterricht, Her. 5, 58; Thuc. 1, 120 u. öfter; διδαχὴν ποιεῖσθαι = διδάσκειν. 4, 126; Plat. Phaedr. 275 a, u. sonst; auch Folgde.
Greek (Liddell-Scott)
δῐδᾰχή: ἡ, = δίδαξις, διδασκαλία, Ἡρόδ. 3. 134, Θουκ., κτλ.· δ. ποιεῖσθαι Θουκ. 4. 126· ― ἀλλὰ μόνον παρὰ μεταγενεστ. ποιηταῖς, οἷον Ψευδοφωκυλ. 79. ΙΙ. = διδασκαλία ΙΙ. 2, Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 608. 4.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
enseignement, instruction : διδαχὴν ποιεῖσθαι THC donner des enseignements.
Étymologie: διδάσκω.