ον,
A with two eye-balls, Theoc.Ep.6.
δίγληνος: -ον, ὁ ἔχων δύο γλήνας, κόρας (τοῦ ὀφθαλμοῦ), Θέοκρ. Ἐπιγρ. 6.
ος, ον :à double prunelle.Étymologie: δίς, γλήνη.