ἄπνευστος

Revision as of 19:35, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_1)

English (LSJ)

ον,

   A breathless, ἄ. καὶ ἄναυδος Od.5.456, cf. Theoc.25.271.    2 lifeless, dead, Nonn.D.26.115; without life, φαρέτρη ib.15.269.    II = ἀπνεύματος, τόποι Thphr.CP5.12.7 (Sup.). Adv. -τως, = ἀπνευστί (q.v.), Plu.2.844f.

German (Pape)

[Seite 293] athemlos, nicht mehr athmend, καὶ ἄναυδος Od. 5, 456; Theocr. 25, 271. Aber τόποι ἀπνευστότατοι, ganz windlos, Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

ἄπνευστος: -ον, (πνέω) μὴ ἀναπνέων, ἄπν. καὶ ἄναυδος Ὀδ. Ε. 456, πρβλ. Θεόκρ. 25. 271 ΙΙ. = ἀπνεύματος. τους ἀπνευστοτάτους τόπους Θεοφρ. Αἰτ. Φ. 5. 12, 7. - Ἐπίρρ. -στως, = ἀπνευστὶ (ὅ ἴδε) Ψευδοπλούτ. 2. 844F.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui ne respire pas, sans souffle.
Étymologie: ἀ, πνέω.