ὡρονομέω

Revision as of 19:35, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_5)

English (LSJ)

   A to be in the ascendant, Man.1.58,339: c. acc., Κρόνος ὡρονομεῖ τετραπόδων γένεσιν AP11.383 (Pall.).

Greek (Liddell-Scott)

ὡρονομέω: κυβερνῶ τὴν ὥραν τῆς γεννήσεως, ἐπὶ πλανητῶν, Μανέθων 1. 58, 339· μετ’ αἰτιατ., γένεσιν ὡρονομεῖ Κρόνος Ἀνθολ. Παλατ. 11. 383.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
1 tirer l’horoscope de qqn;
2 présider à la naissance de qqn.
Étymologie: ὡρονόμος.