στράγγευμα

Revision as of 19:35, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_4)

English (LSJ)

ατος, τό,

   A act of hesitation or delay, dub.cj. in Plu.Alex. 68 for στράτευμα codd. (τραῦμα Reiske).

German (Pape)

[Seite 950] τό, = σταγγεία, zw.

Greek (Liddell-Scott)

στράγγευμα: τό, δισταγμός, ὄκνος ἢ βραδύτης, ἀργοπορία, πιθαν. γραφ. παρὰ Πλουτ. ἐν Ἀλεξ. 58.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
hésitation, lenteur.
Étymologie: στραγγεύομαι.