ὁ,
A slaying, sacrificing, E.El.200(lyr., pl.), Plu.Ages.6, Corn.ND34.
σφᾰγιασμός: ὁ, σφαγή, θυσία, «σφάξιμον», Εὐριπ. Ἠλ. 200, Πλουτ. Ἀγησ. 6.
οῦ (ὁ) :1 immolation, sacrifice;2 meurtre.Étymologie: σφαγιάζω.