σφαγιασμός
Ὁ σοφὸς ἐν αὑτῷ περιφέρει τὴν οὐσίαν → Qui sapit, is in se cuncta circumfert sua → Der Weise trägt, was er besitzt, in sich herum
English (LSJ)
ὁ, slaying, sacrificing, E.El.200(lyr., pl.), Plu.Ages.6, Corn.ND34.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
1 immolation, sacrifice;
2 meurtre.
Étymologie: σφαγιάζω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σφαγιασμός -οῦ, ὁ [σφαγιάζω] slachting.
German (Pape)
ὁ, das Schlachten, Opfern; Eur. El. 200; Plut. Ages. 6.
Russian (Dvoretsky)
σφᾰγιασμός: ὁ заклание, кровавое жертвоприношение Eur., Plut.
Greek Monolingual
ο, ΝΜΑ σφαγιάζω
θυσία
νεοελλ.
1. ομαδική σφαγή, μακελειό
2. μτφ. αφανισμός, καταστροφή.
Greek Monotonic
σφᾰγιασμός: ὁ, σφαγή, προσφορά ιερού σφαγίου κατά την τέλεση θυσιών, τελετουργική θυσία, σε Ευρ., Πλούτ.
Greek (Liddell-Scott)
σφᾰγιασμός: ὁ, σφαγή, θυσία, «σφάξιμον», Εὐριπ. Ἠλ. 200, Πλουτ. Ἀγησ. 6.
Middle Liddell
σφᾰγιασμός, οῦ, ὁ, [from σφαγιάζομαι
a slaying, sacrificing, Eur., Plut.