ὁ, ἡ,
A late-married, Vett.Val.118.23, prob. f.l. in Plu.2.493e.
[Seite 432] spät heirathend, Sp.
ὀψίγᾰμος: ὁ, ἡ, ὁ ἀργά, ὀψίμως νυμφευθείς, εἰς γάμον ἐλθών, Πλούτ. 2. 493Ε.
ου (ὁ, ἡ)marié tard.Étymologie: ὀψέ, γάμος.