ἐλατήριος

Revision as of 19:37, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_2)

English (LSJ)

ον,

   A driving, driving away, c. gen., καθαρμοῖσιν ἀτᾶν ἐ. A.Ch.968 (lyr.).    II ἐλατήρια φάρμακα purgatives, Hp.Acut.2, cf. Epid.5.7, Erot.    b ἐ. ἀπόβαμμα lustral water, IG4.1607 (Cleonae).    2 Subst. -τήριον, τό, squirting cucumber, Ecballium Elaterium, Hp.Steril.238, Epid.6.5.15, Dsc. 4.150, Thphr.HP4.5.1; drug prepared therefrom, ib.9.9.4, 9.14.1.

German (Pape)

[Seite 790] ον, vertreibend; καθαρμοῖσιν ἀτᾶν ἐλατηρίοις Aesch. Ch. 962; Sp.; – τὸ ἐλατήριον, Abführungsmittel, Theophr., Medic.

Greek (Liddell-Scott)

ἐλᾰτήριος: -ον, ὁ ἐλαύνων, ἀπομακρύνων, διώκων μετὰ γεν., καθαρμοῖσιν ἀτᾶν ἐλ. Αἰσχύλ. Χο. 968. ΙΙ. ἐλατήριον (ἐνν. φάρμακον), τό, κινητικόν, καθαρτικὸν φάρμακον, Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 383˙ φάρμακον διδόμενον εἰς τὰς γυναῖκας κατὰ τὸν τοκετόν, αὐτόθι 685.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui chasse ou repousse.
Étymologie: ἐλατήρ.