Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἐλατήριος

From LSJ

Ἐν γὰρ γυναιξὶ πίστιν οὐκ ἔξεστ' ἰδεῖν → Vix feminarum in genere reperies fidem → Bei Frauen lässt sich Treue nämlich nicht erspäh'n

Menander, Monostichoi, 161
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐλᾰτήριος Medium diacritics: ἐλατήριος Low diacritics: ελατήριος Capitals: ΕΛΑΤΗΡΙΟΣ
Transliteration A: elatḗrios Transliteration B: elatērios Transliteration C: elatirios Beta Code: e)lath/rios

English (LSJ)

ἐλατήριον,
A driving, driving away, c. gen., καθαρμοῖσιν ἀτᾶν ἐλατηρίοις A.Ch.968 (lyr.).
II ἐλατήρια φάρμακα = purgatives, Hp.Acut.2, cf. Epid.5.7, Erot.
b ἐλατήριον ἀπόβαμμα = lustral water, IG4.1607 (Cleonae).
2 Subst. ἐλατήριον, τό, squirting cucumber, exploding cucumber, Ecballium elaterium, Hp.Steril.238, Epid.6.5.15, Dsc. 4.150, Thphr.HP4.5.1; drug prepared from squirting cucumber, ib.9.9.4, 9.14.1.

Spanish (DGE)

(ἐλᾰτήριος) -α, -ον
I 1que aleja, purificador c. gen. καθαρμοὶ ἀτᾶν ἐλατήριοι A.Ch.968, cf. Sokolowski 3.56.1 (Cleonas VI a.C.).
2 medic. purgante φάρμακον Hp.Epid.5.7, Acut.2.
II neutr. subst. τὸ ἐλατήριον, bot.
1 cohombrillo, pepino amargo, Ecballium elaterium (L.) A. Rich., uso medic. τὸ ἐ. ... προστιθέναι Hp.Steril.238, cf. Epid.6.5.15, Arist.MM 1199a32, Thphr.HP 4.5.1, Plin.HN 20.5, Steph.in Gal.Glauc.135.
2 extracto o jugo del cohombrillo obtenido de la semilla molida del mismo, Thphr.HP 9.9.4, cf. 14.1, esp. usado como purgante, Arist.Pr.864a5, Dsc.4.150, Archig. en Gal.12.803, Gal.13.113, en horticultura τοὺς βότρυς ... ῥαίνειν τῷ ἐλατηρίῳ Phan.40.

German (Pape)

[Seite 790] ον, vertreibend; καθαρμοῖσιν ἀτᾶν ἐλατηρίοις Aesch. Ch. 962; Sp.; – τὸ ἐλατήριον, Abführungsmittel, Theophr., Medic.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui chasse ou repousse.
Étymologie: ἐλατήρ.

Russian (Dvoretsky)

ἐλᾰτήριος: изгоняющий (καθαρμοὶ ἀτᾶν ἐλατήριοι Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐλᾰτήριος: -ον, ὁ ἐλαύνων, ἀπομακρύνων, διώκων μετὰ γεν., καθαρμοῖσιν ἀτᾶν ἐλ. Αἰσχύλ. Χο. 968. ΙΙ. ἐλατήριον (ἐνν. φάρμακον), τό, κινητικόν, καθαρτικὸν φάρμακον, Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 383˙ φάρμακον διδόμενον εἰς τὰς γυναῖκας κατὰ τὸν τοκετόν, αὐτόθι 685.

Greek Monolingual

-ον
βλ. ελατήριο.

Greek Monotonic

ἐλᾰτήριος: -ον (ἐλαύνω), αυτός που καταδιώκει, επιτίθεται με ορμή και μανία, με γεν., σε Αισχύλ.

Middle Liddell

ἐλᾰτήριος, ον ἐλαύνω
driving away, c. gen., Aesch.

Mantoulidis Etymological

(=αὐτός πού ἀπομακρύνει). Ἀπό τό ἐλατήρ τοῦ ἐλαύνω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.