σύρμα
English (LSJ)
ατος, τό, (σύρω)
A anything trailed or dragged: I a theatric robe with a long train, Arr.Epict.1.29.41, Poll.7.67, An.Par.1.19; σ. ἱματίου train, Ptol.Tetr.24; without ἱματίου, Heph.Astr.1.1; Lat. syrma, Juv.8.229, Mart.4.49.8, al.; cf. σύρω 1, συρτός 11: periphr., σύρμα πλοκάμων long flowing hair, AP5.12 (Phld.); σ. τερηδόνος a long woodworm, ib.12.190 (Strat.). 2 sweepings, refuse, litter, ὄνους σύρματ' ἂν ἑλέσθαι μᾶλλον ἢ χρυσόν Heraclit.9; cf. συρφετός. 3 Medic., perh. abrasion, scaly skin-disease, Hp.Epid.4.30; ἀπὸ . . συρμάτων ἀποθνῄσκοντες Ptol.Tetr.201 (but κλασμάτων Procl. ad loc.); cf. ἀπόσυρμα 1.1. II dragging, trailing motion, μόσχων Mesom.Sol.23; trail left by a serpent, D.Chr.5.19, Ael.NA9.61:— σ. Ἀντιγόνης a place at Thebes, where Antigone was said to have dragged the body of Polynices to his brother's pyre, Paus.9.25.2. 2 Music, drawing out or prolonging the tones, Ptol.Harm.2.12. 3 syrma, = dictio longa, Gloss.
German (Pape)
[Seite 1040] τό, 1) Alles, was gezogen, nachgezogen, nachgeschleppt wird; dah. bes. ein weibliches Theaterkleid mit langer Schleppe, Schleppkleid; auch umschreibend σύρμα πλοκάμων, lang nachschleppendes, nachwallendes Haar, Philodem. 18 (V, 13); τερηδόνος καὶ θριπός, der sich hinschleppende, kriechende Holzwurm, Strat. 32 (XII, 190). – 2) das Zusammengeschleppte, -gekehrte, Kehricht, Unrath, Gemüll, auch Spreu, ὄνον σύρματα ἂν ἑλέσθαι μᾶλλον ἢ χρυσίον, Heraclit. bei Arist. eth. Nicom. 10, 5. – 3) in der Tonkunst das Ziehen od. Schleifen der Töne, Ptolem. Harmon. 2, 12.
Greek (Liddell-Scott)
σύρμα: τό, (σύρω) πᾶν τὸ συρόμενον κατὰ γῆς: 1) θεατρικὴ ἐσθὴς μετὰ μακρᾶς οὐρᾶς, Πολυδ. Ζ΄, 67, Κραμήρ. Ἀνέκδ. Παρ. 1. 19· syrma παρὰ Ἰουβεν. 8. 229, Μαρτιάλ., πρβλ. σύρω Ι, συρτὸς ΙΙ· ― περίφρ., σύρμα πλοκάμων, μακρὰ καὶ κυματίζουσα κόμη, Ἀνθ. Π. 5. 13· σ. τερηδόνος, μακρὸς σκώληξ, ἕρπων σκώληξ τοῦ ξύλου, αὐτόθι 12. 190. 2) σωρὸς ἀχύρων ἢ χόρτων χρησιμευόντων ὡς στρωμνή, ὄνον σύρματ’ ἂν ἐλέσθαι μᾶλλον ἢ χρυσὸν Ἡρακλείδ. ἐν Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 10. 5, 8. πρβλ. συρφετός. 3) παρὰ τοῖς Ἰατρ., μέρος τοῦ σώματος, ἐξ οὗ τὸ δέρμα ἀπεσπάσθη, Λατ. desquamatum, Ἱππ. 1133 C, πρβλ. ἀπόσυρμα Ι. ΙΙ. τὸ σύρειν ἢ σύρεσθαι, ἡ διὰ τοῦ σύρειν ἢ σύρεσθαι κίνησις, τὸ ἕρπειν, μόσχων Διον. Ἁλ. Ἀπολλ. 23· ἐπὶ ὄφεων, Αἰλ. π. Ζ. 9. 61, Δίων Χρυσ. 1. 193· ― σ. Ἀντιγόνης, τόπος ἐν Θήβαις, ἔνθα ἐλέγετο ὅτι ἡ Ἀντιγόνη εἶχε σύρῃ τὸ σῶμα τοῦ Πoλυδεύκους πρὸς τὴν νεκρικὴν πυρὰν τοῦ ἀδελφοῦ του Ἐτεοκλέους, Παυσ. 9. 25, 2. 2) ἐν τῇ Μουσικῇ, τὸ σύρειν ἢ ἐπιμηκύνειν τοὺς τόνους ἢ φθόγγους, Πτολεμ. Ἁρμ. 2. 12.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
1 ondulation d’un reptile;
2 litière, paille, fumier.
Étymologie: σύρω.