ἐναιωρέομαι

Revision as of 19:37, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_2)

English (LSJ)

   A float or drift about in, θαλάσσῃ E.Cyc.700: abs., to be always in motion, ὀφθαλμοὶ ἐναιωρεύμενοι Hp.Prog.2.    2 οὖρα ἐνῃωρημένα containing suspended matter, Id.Prorrh.1.4.    3 -ούμεναι συστάσεις movable concretions, Sor.1.88.

German (Pape)

[Seite 825] darauf schweben; θαλάττῃ, auf dem Meere herumschweifen, Eur. Cycl. 604; ὀφθαλμοὶ ἐναιωρεόμενοι, aufwärts gezogene Augäpfel, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

ἐναιωρέομαι: περιφέρομαι, περιπλανῶμαι ἔν τινι τόπῳ, πολὺν θαλάσσῃ χρόνον ἐναιωρούμενον Εὐρ. Κύκλ. 700 ἀπολ., εὑρίσκομαι εἰς διηνεκῆ κίνησιν, ὀφθαλμοὶ ἐναιωρούμενοι Ἱππ. Προγν. 37· οὖρα ἐν. ὁ αὐτ. Προγν. 67.

French (Bailly abrégé)

-οῦμαι;
être ballotté dans ou sur, τινι.
Étymologie: ἐν, αἰωρέω.