ατος, τό, in pl.,= ῥάκη,
A rags, Ar.Ach.432.
[Seite 833] τό, = ῥάκος, Lumpenzeug, Ar. Ach. 407.
ῥάκωμα: τό, (ῥᾰκόω) ἐν τῷ πληθ., = ῥάκη, ῥάκια, Ἀριστοφ. Ἀχ. 432.
ατος (τό) :vêtement déguenillé, haillon.Étymologie: ῥακόω.