ποιήεις

Revision as of 19:38, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_4)

English (LSJ)

εσσα, εν,

   A grassy, Ἁλίαρτος, Δουλίχιον, ἄγκεα, Il.2.503, Od.16.396, 4.337: Dor. ποιάεις S.OC158(lyr.); Pi. has ποιάεντα (trisyll.) στεφανώματα N.5.54.

German (Pape)

[Seite 648] εσσα, εν, grasig, grasreich, kräuterreich; Ἁλίαρτος, Il. 2, 503; Ἱρή, 9, 150; νάπει ποιήεντι, Soph. O. C. 156 u. Hes., grasgrün.

Greek (Liddell-Scott)

ποιήεις: εσσα, εν, ἔχων ἄφθονον πόαν, χορτώδης, ποώδης, βοτανώδης, Ἁλίαρτος, Δουλίχιον, ἄλσεα Ἰλ. Ι. 150, Ὀδ. Π. 396, κτλ. ― Δωρ. ποιάεις ἐν Σοφ. Ο. Κ. 157· ὁ Πίνδ. ἔχει ὡσαύτως συνῃρ. τύπον, ποιᾶντα στεφανώματα Ν. 5. ἐν τέλ.

French (Bailly abrégé)

ήεσσα, ῆεν;
couvert d’herbe ou de gazon, verdoyant.
Étymologie: ποίη¹.