λίβα

Revision as of 19:38, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_3)

English (LSJ)

λιβός, acc. and gen. of λίψ (q.v.).

Greek (Liddell-Scott)

λίβα: αἰτ. ἄνευ ὀνομαστικῆς ἐν χρήσει, = σπονδήν, τρίτον Διὸς σωτῆρος εὐκταίαν λ. Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 52, πρβλ. 68· γενική τις:, φιλοσπόνδου λιβός, ἀπαντᾷ ἐν Χοηφόρ. 292· περὶ τοῦ Ἀγ. 1498, ἴδε ἐν λ. λίπος.

French (Bailly abrégé)

acc. de λίψ.