ἑλέειν: Ἐπ. ἀναλελυμένος τύπος τοῦ ἐλεῖν, ἀπαρ. ἀόρ. β΄ τοῦ αἱρέω, Ἰλ. Ο. 558, Χ. 142, Ὀδ. Λ. 205, κτλ.
poét. c. ἑλεῖν.