French (Bailly abrégé)
poét. c. ἑλεῖν.
Russian (Dvoretsky)
ἑλέειν: эп. inf. aor. 2 к αἱρέω.
Greek (Liddell-Scott)
ἑλέειν: Ἐπ. ἀναλελυμένος τύπος τοῦ ἐλεῖν, ἀπαρ. ἀόρ. β΄ τοῦ αἱρέω, Ἰλ. Ο. 558, Χ. 142, Ὀδ. Λ. 205, κτλ.
English (Autenrieth)
see αἱρέω.
Greek Monotonic
ἑλέειν: Επικ. αντί ἑλεῖν, απαρ. αορ. βʹ του αἱρέω.