ἑλέειν

From LSJ

κακῆς ἀπ΄ἀρχῆς γίγνεται τέλος κακόν. → from a bad beginning comes a bad end (Euripides' Aeolus fr. 32)

Source

French (Bailly abrégé)

poét. c. ἑλεῖν.

Russian (Dvoretsky)

ἑλέειν: эп. inf. aor. 2 к αἱρέω.

Greek (Liddell-Scott)

ἑλέειν: Ἐπ. ἀναλελυμένος τύπος τοῦ ἐλεῖν, ἀπαρ. ἀόρ. β΄ τοῦ αἱρέω, Ἰλ. Ο. 558, Χ. 142, Ὀδ. Λ. 205, κτλ.

English (Autenrieth)

see αἱρέω.

Greek Monotonic

ἑλέειν: Επικ. αντί ἑλεῖν, απαρ. αορ. βʹ του αἱρέω.