σκίρτησις
English (LSJ)
εως, ἡ,
A bounding, leaping, Plu.Cleom.34, 2.1091d. 2 rioting, uproar, σκιρτήσεις ἐθνῶν ib. 341f.
German (Pape)
[Seite 900] ἡ, das Springen, Hüpfen, Tanzen, Plut. Cleom. 34 non posse 7; – ἐθνῶν, Aufstand, de Alex. fort. 2, 10.
Greek (Liddell-Scott)
σκίρτησις: ἡ, πήδημα, τίναγμα, Πλουτ. Κλεομ. 34., 2. 1091C· -ταραχή, ἐπανάστασις, σκιρτήσεις ἐθνῶν ὁ αὐτ. 2. 340F. – Καθ’ Ἡσύχ.: «ἰσχύς, δύναμις, καὶ τὰ ὅμοια» .
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
1 action de bondir;
2 fig. soulèvement, révolte.
Étymologie: σκιρτάω.