πλατάνιστος

Revision as of 19:39, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_4)

English (LSJ)

ἡ, earlier name for πλάτανος, Il.2.307, 310, Hdt.5.119, 7.27,31, Theoc.18.44, al.

German (Pape)

[Seite 626] ἡ, = πλάτανος; Il. 2, 307. 310; Her. 5, 119; Ap. Rh. 2, 733; χλοερά, Thall. 4 (IX, 220).

Greek (Liddell-Scott)

πλᾰτάνιστος: ἡ, ἀρχαιότερον ὄνομα τῆς πλατάνου, Ἰλ. Β. 307, 310, Ἡρόδ. 5. 119., 7. 27, 31. ‒ Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 374.

French (Bailly abrégé)

ου (ἡ) :
c. πλάτανος.