πλατάνιστος
From LSJ
Aeschylus, fr. 317
English (LSJ)
ἡ, earlier name for πλάτανος, Il.2.307, 310, Hdt.5.119, 7.27,31, Theoc.18.44, al.
German (Pape)
[Seite 626] ἡ, = πλάτανος; Il. 2, 307. 310; Her. 5, 119; Ap. Rh. 2, 733; χλοερά, Thall. 4 (IX, 220).
French (Bailly abrégé)
ου (ἡ) :
c. πλάτανος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πλατάνιστος -ου, ἡ [~ πλατύς] plataan.
Russian (Dvoretsky)
πλᾰτάνιστος: (τᾰ) ἡ Hom., Her. = πλάτανος.
Greek (Liddell-Scott)
πλᾰτάνιστος: ἡ, ἀρχαιότερον ὄνομα τῆς πλατάνου, Ἰλ. Β. 307, 310, Ἡρόδ. 5. 119., 7. 27, 31. ‒ Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 374.
English (Autenrieth)
plane-tree, not unlike our maple, Il. 2.307.
Greek Monolingual
ἡ, Α
(ως αρχαιότερη ονομασία) ο πλάτανος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. πλάτανος.
Greek Monotonic
πλᾰτάνιστος: ἡ, = πλάτανος (βλ. αυτ.), σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ.