πλάτανος
μή, φίλα ψυχά, βίον ἀθάνατον σπεῦδε, τὰν δ' ἔμπρακτον ἄντλει μαχανάν → Oh! my soul do not aspire to eternal life, but exhaust the limits of the possible. | Do not yearn, O my soul, for immortal life! Use to the utmost the skill that is yours. | Do not, my soul, strive for the life of the immortals, but exhaust the practical means at your disposal.
English (LSJ)
[πλᾰ], ἡ, later form of πλατάνιστος, Platanus orientalis, plane, Ar.Eq.528, Nu.1008, Pl.Phdr.229a, Thphr. HP 4.5.6, Nic.Th. 584, Dsc.1.79. (From πλατύς, because of its broad crown.)
German (Pape)
[Seite 626] ἡ, der Platanus oder die Platane (weil sie ihre Aeste weit ausbreitet, πλατύς); Ar. Nubb. 995; Plat. Phaedr. 229 a ff. u. Folgde; ἱερὰ ἀμφιλαφής, Thall. 3 (VI, 170).
French (Bailly abrégé)
ου (ἡ) :
platane (arbre à larges feuilles).
Étymologie: πλατύς.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πλάτανος -ου, ἡ [~ πλατάνιστος] plataan.
Russian (Dvoretsky)
πλάτᾰνος: (λᾰ) ἡ платан Arph., Plat.
Greek (Liddell-Scott)
πλάτᾰνος: ἡ, νεώτερος τύπος τοῦ πλατάνιστος, ὡς καὶ νῦν, Λατ. platanus, Ἀριστοφ. Ἱππ. 528, Νεφ. 1008, Πλάτ. Φαῖδρ. 229Α κἑξ. (Ἐκ τοῦ πλᾰτύς, διὰ τὰ πλατέα αὐτῆς φύλλα.) ‒ Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 374-375.
Greek Monolingual
ο / πλάτανος, ἡ, ΝΜΑ, και πλατάνι και πλάτανο, το, Ν
γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση ανήκει στην τάξη αμιαμηλιδώδη, είναι το μοναδικό μέλος της οικογένειας πλατανίδες και περιλαμβάνει 10 είδη μεγάλων φυλλοβόλων δέντρων τα οποία είναι ιθαγενή της ανατολικής Ευρώπης, της Βόρειας Αμερικής και της Ασίας
νεοελλ.
1. (λαογρ.) σύμβολο ζωής και λεβεντιάς, δέντρο ευλογημένο από τον Χριστό λόγω του προστατευτικού του όγκου πάνω από τους ανθρώπους στην κοινωνική ζωή τους
2. παροιμ. φρ. α) «μέγας είσαι πλάτανε, και θαυμαστά τα πλατανόφυλλά σου»
(ως παρωδία της φρ. Μέγας είσαι Κύριε...) (με ειρωνική σημ.) λέγεται για λόγια ή για πράξεις που είναι αντικείμενα χλευασμού
β) «χαιρέτα μας τον πλάτανο» — χρησιμοποιείται ως επιφώνηση στην περίπτωση της πρόδηλης, ολοφάνερης αποτυχίας ενός ατόμου
γ) «ήσκιο πού 'χεις, πλάτανε, μα πείνα που δε(ν) χορταίνεις» — λέγεται για να δηλώσει ότι μπορεί να είναι ευχάριστη η αδράνεια αλλά όταν παρατείνεται συνεπάγεται φτώχεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Ο αρχαιότερος τ. της λ. είναι ο τ. πλατάνιστος με επίθημα -στος, το οποίο απαντά και στον τ. ἄκα-στος, ονομ. ενός φυτού, καθώς και σε τοπωνύμια όπως Κάρυ-στος, Ογχη-στός. Ο τ. πλάτανος, που χρησιμοποιείται στη Νέα Ελληνική, είναι υστερογενής και εμφανίζει επίθημα -αν-ος που απαντά και σε άλλα ονόματα φυτών ή δένδρων (πρβλ. βοτ-άν-η, λάχ-αν-ον, ῥάφ-αν-ος). Έχει διατυπωθεί η άποψη ότι το όν. αυτού του ασιατικού και δυτικοευρωπαϊκού δέντρου εισήχθη στην Ελληνική από μια άλλη γλώσσα και στη συνέχεια συνδέθηκε με το επίθ. πλατύς, πιθ. μέσω μιας σημ. «(δέντρο) με πλατιά φύλλα» ή «με πλατύ φλοιό». Τη λ., τέλος, δανείστηκε η Λατινική, πρβλ. λατ. platanus].
Greek Monotonic
πλάτᾰνος: ἡ, μεταγεν. τύπος του πλατάνιστος, ανατολίτικος, ασιάτικος πλάτανος, Λατ. platanus, σε Αριστοφ., Πλάτ. (από το πλατύς επειδή έχει πλατιά φύλλα).
Frisk Etymological English
Grammatical information: f.
Meaning: plane (Ar., Pl., Thphr.).
Derivatives: -ών, -ῶνος m. plane grove (Dsc.), -ιον n. kind of apple, like the plane's fruit (Diph. Siph.). Besides, earlier attested, πλατάνιστος f. id. (Β 307 a. 310, Hdt., Theoc.) with -ιστοῦς, -οῦντος m. plane grove (Thgn.), Lacon. -ιστάς (-ιστᾶς?), dat. -ιστᾳ̃ id. (Paus.), -ίστινος attribute of an appel (Gal.). Lat. platanista m. name of a great dolphin in the Ganges (Plin.); cf. Thompson Fishes s. πλατανιστής.
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: As the oldest attested form πλατάνιστος is unclear in formation (to be rejected Osthoff Etym. parerga 1, 194 ff.; not prob. Niedermann Glotta 19, 10 ff.; cf. still Chantraine Form. 302 and above om ἄκαστος), we must onsider that the name of this asiatic and southeasteuropean tree is a loan and only later associated with πλατύς a. cogn. (as "broadbranched, -leaved, etc." or even "plattrindig" (flat-barked?_)? Schrader-Nehring Reallex. 2, 194, Strömberg Pflanzennamen 39, WP. 2, 99); cf. Chantraine Form. 199 f. The shorter form πλάτανος may have been shaped after λίβανος (: λιβανωτός).
Middle Liddell
πλάτᾰνος, ἡ, later form of πλατάνιστος
the oriental plane, Lat. platanus, Ar., Plat. [From πλατύς, because of its broad leaves.]
Frisk Etymology German
πλάτανος: {plátanos}
Grammar: f.
Meaning: Platane (Ar., Pl., Thphr. u.a.)
Derivative: mit -ών, -ῶνος m. Platanenhain (Dsk. u.a.), -ιον n. Art Apfel, ähnlich der Frucht der Platane (Diph. Siph.). Daneben, früher belebt, πλατάνιστος f. ib. (Β 307 u. 310, Hdt., Theok.) mit -ιστοῦς, -οῦντος m. Platanenhain (Thgn.), lakon. -ιστάς (-ιστᾶς?), Dat. -ιστᾷ ib. (Paus.), -ίστινος Attribut eines Apfels (Gal.). Lat. platanista m. Ben. eines großen Delphins im Ganges (Plin.); vgl. Thompson Fishes s. πλατανιστής.
Etymology: Da die belegmäßig älteste Form πλατάνιστος der Bildung nach dunkel ist (abzulehnen Osthoff Etym. parerga 1, 194 ff.; nicht wahrscheinlich Niedermann Glotta 19, 10 ff.; vgl. noch Chantraine Form. 302 und oben zu ἄκαστος), bleibt zu erwägen, ob nicht der Name dieses asiatischen und südosteuropäischen Baumes entlehnt ist und erst nachträglich an πλατύς u. Verw. (als "breitästig, -blättrig, -wüchsig, -schattig" oder sogar "plattrindig" ? Schrader-Nehring Reallex. 2, 194, Strömberg Pflanzennamen 39, WP. 2, 99) angeschlossen ist; vgl. Chantraine Form. 199 f. Die kürzere Form πλάτανος könnte nach λίβανος (: λιβανωτός) geschaffen sein.
Page 2,552-553
English (Woodhouse)
Mantoulidis Etymological
ἡ (=πλατάνι). Ἀπό τό πλατύς. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στή λέξη πλάτος.