δυσπάλαμος

Revision as of 19:39, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_2)

English (LSJ)

[πᾰ], ον,

   A hard to struggle with, δόλοι θεῶν A.Eu.847 (lyr.); hard to beat, περὶ τὴν τέχνην Tz. ap. Suid. s.v. Λυκόφρων.    II helpless: Adv. δυσπαλάμως, ὀλέσθαι to perish helplessly, A.Supp.867 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 686] (παλάμη). 1) wer sich nicht zu helfen weiß, rathlos; δυσπαλάμως ὄλοιο Aesch. Suppl. 847. – 2) der sich auf schlimme Kunstgriffe versteht, Hesych. κακότεχνον; so δόλοι Aesch. Eum. 809; – 840 aber = heillos.

Greek (Liddell-Scott)

δυσπάλᾰμος: -ον, δυσκαταπάλαιστος, δυσκατάβλητος, δυσκατανίκητος, ὡς τὸ ἀπάλαμος, δόλοι θεῶν Αἰσχύλ. Εὐμ. 846. ΙΙ. ἀδαής, ἀδέξιος, περί τι Τζέτζ. - Ἐπίρρ. δυσπαλάμως ὀλέσθαι, ἄνευ ἐλπίδος, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 867.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
irrésistible.
Étymologie: δυσ-, παλάμη.