ἀπάλαμος
οὐκ ἔστι γῆρας τοῦδε τοῦ μιάσματος → that pollution never wears out, that pollution can never grow old
English (LSJ)
ἀπάλαμον, = ἀπάλαμνος (without hands, good for naught, impracticable, reckless, lawless), helpless, Hes. Op. 20 ; βίος ἀ., of Tantalus, Pi. O. 1.59. [απ metri gr., Hes. l.c.]
Spanish (DGE)
(ἀπάλᾰμος) -ον
• Prosodia: [-ᾰ- ép. ᾱπᾰλᾰ por alarg. métr., Hes.Op.20]
1 inútil, vago, torpe (Ἔρις) καὶ ἀπάλαμόν περ ... ἐπὶ ἔργον ἐγείρει (Eris) incita al trabajo incluso a un inútil Hes.l.c.
2 desgraciado βίος Pi.O.1.59.
German (Pape)
[Seite 276] (παλάμη), 1) eigtl. wer keine Hand hat, wer sich nicht zu helfen weiß, träg, ungeschickt, Hes. O. 20 [wo απ.]. – 2) wogegen nichts anzufangen, βίος Pind. Ol. 1, 59.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
litt. sans mains pour agir ou se défendre :
1 au bras indolent;
2 p. ext. misérable.
Étymologie: ἀ, παλάμη.
Russian (Dvoretsky)
ἀπάλᾰμος:
1 бездеятельный, ленивый (sc. ἀνήρ Hes.);
2 несчастный (βίος Pind.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀπάλᾰμος: -ον, (παλάμη) ὡς τὸ ἀπάλαμνος, ἀνίκανος, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 20· ἀμήχανος, βίος ἀπ., ἐπὶ τοῦ Ταντάλου, Πινδ. Ο. 9. 95. (ᾰπ- χάριν τοῦ μέτρου ἐν Ἡσ. ἔνθ᾿ ἀνωτ.)
Greek Monotonic
ἀπάλᾰμος: -ον (πᾰλάμη) όπως το ἀπάλαμνος, άχρηστος, ανίκανος, σε Ησίοδ., Πίνδ. [ᾱπ- χάριν μέτρου].
Middle Liddell
παλάμη
like ἀπάλαμνος, helpless, Hes., Pind. [ᾱπ - metri grat.]