Νειλώτης
English (LSJ)
ου, ὁ,
A in or on the Nile, Ath.7.309a: fem., Νειλῶτις χθών the land of the Nile, A.Pr.814.
Greek (Liddell-Scott)
Νειλώτης: -ου, ὁ, ὁ ἐν τῷ Νείλῳ, Ἀθήν. 309Α· ― θηλ. Νειλῶτις χθών, ἡ χώρα τοῦ Νείλου, Αἰσχύλ. Πρ. 814.
French (Bailly abrégé)
ου;
adj. m.
qui habite ou qui se trouve sur les bords du Nil.
Étymologie: Νεῖλος.